- δωδεκάς
- δωδεκάς, η (AM)βλ. δωδεκάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δωδεκάς — group of twelve fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδα — δωδεκάς group of twelve fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδας — δωδεκάς group of twelve fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδες — δωδεκάς group of twelve fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδι — δωδεκάς group of twelve fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδος — δωδεκάς group of twelve fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάδων — δωδεκάς group of twelve fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
двоенадесятница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἡ δώδεκας) дюжина … Словарь церковнославянского языка
δωδεκάδα — η (AM δωδεκάς) 1. σύνολο δώδεκα μονάδων 2. ομάδα με δώδεκα μέλη νεοελλ. (στην τουρκοκρατία) κοινοτικό συμβούλιο συνήθως με δώδεκα μέλη … Dictionary of Greek